- τραγωδιογράφος
- τραγωδιοποιός ο автор трагедий, трагик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τραγῳδιογράφος — writer of tragedies masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωδιογράφος — ο / τραγῳδιογράφος, ον, ΝΑ συγγραφέας τραγωδιών, τραγικός ποιητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδία + γράφος*] … Dictionary of Greek
τραγωιδιογράφοι — τραγῳδιογράφος writer of tragedies masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωιδιογράφοις — τραγῳδιογράφος writer of tragedies masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδιογράφοι — τραγῳδιογράφος writer of tragedies masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδιογράφοις — τραγῳδιογράφος writer of tragedies masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδιογράφους — τραγῳδιογράφος writer of tragedies masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
τραγωδογράφος — ὁ, Α τραγωδιογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός + γράφος*] … Dictionary of Greek